εξαργυρώσιμος

εξαργυρώσιμος
-η, -ο
που μπορεί να εξαργυρωθεί, να μεταβληθεί σε ρευστό χρήμα, να ανταλλαχτεί με χρήματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εξαργυρώσιμος — η, ο [εξαργύρωση] αυτός που μπορεί να ανταλλαχθεί με χρήματα, που μπορεί να εκποιηθεί και να μεταβληθεί σε ρευστό χρήμα, ο δεκτικός εξαργυρώσεως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”